- αγουρίδα
- η , αγουρίδι τό незрелый, кислый виноград;
§ αγάλια αγάλια γίνεται η αγουρίδα μέλι — посл, стерпится — слюбится
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
§ αγάλια αγάλια γίνεται η αγουρίδα μέλι — посл, стерпится — слюбится
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αγουρίδα — η το άγουρο σταφύλι: Αγάλι αγάλι γίνεται η αγουρίδα μέλι (παροιμ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αγουρίδα — η (Μ ἀγουρίς) άγουρο σταφύλι νεοελλ. 1. χυμός άγουρου σταφυλιού 2. κάθε άγουρος καρπός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. ἀγουρὶς < ἄγουρος. ΠΑΡ. αγουρίδι, αγουριδιάζω. ΣΥΝΘ. αγουριδοζούμι] … Dictionary of Greek
αγουριδιάζω — [αγουρίδα] 1. (μτβ.) παρασκευάζω, κάνω κάτι ξινό ρίχνοντας του χυμό άγουρου σταφυλιού αντί για λεμόνι 2. (αμτβ.) (για σταφύλια) φτάνω στο στάδιο τής αγουρίδας* … Dictionary of Greek
αγουρίδι — το [αγουρίδα] η αγουρίδα* … Dictionary of Greek
огурец — род. п. рца, диал. огурок, укр. огурок, блр. гурок, др. русск. огурець, Домостр. К. 4, словен. ogûrǝk, польск. ogurek. Заимств. из ср. греч. ἄγουρος огурец , нов. греч. ἄγουρος (Карпатос), наряду с более распространенным ἀγγούρι(ον) – то же.… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
αγγουρίδα — η η αγουρίδα* … Dictionary of Greek
αγουρίτσα — η η αγουρίδα*. [ΕΤΥΜΟΛ. < άγουρος + παραγ. κατάληξη ίτσα] … Dictionary of Greek
αγουριά — η [άγουρος] 1. η αγουράδα* 2. η αγουρίδα* … Dictionary of Greek
αγουριδοζούμι — το 1. ο χυμός τού άγουρου σταφυλιού 2. ξίδι που παρασκευάζεται από άγουρα σταφύλια. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγουρίδα + ζουμί] … Dictionary of Greek
αγρέστα — η το άγουρο σταφύλι, η αγουρίδα*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. agresto] … Dictionary of Greek
μέλι — Ρευστή σακχαρώδης ουσία με ιδιαίτερο άρωμα. Προέρχεται από το νέκταρ των ανθέων, το οποίο απορροφούν οι μέλισσες και αποθηκεύουν στον πρόλοβό τους. Το νέκταρ είναι ένας γλυκός χυμός που εκκρίνεται από ειδικούς αδένες των ανθέων και αποτελείται… … Dictionary of Greek